- φανεροποιῶ
- φανεροποιέωexplainpres subj act 1st sg (attic epic doric)φανεροποιέωexplainpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φανεροποιώ — έω, Α 1. καθιστώ κάτι φανερό, φανερώνω 2. μτφ. εξηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + ποιῶ] … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
φανεροποίησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [φανεροποιῶ] 1. το να καθιστά κανείς κάτι φανερό 2. μτφ. εξήγηση, ερμηνεία … Dictionary of Greek